νευροφυσιολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νευροφυσιολογία < (λόγιο δάνειο) αγγλική neurophysiology.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε νευρο- + φυσιολογία.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ne.vɾo.fi.si.o.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νευ‐ρο‐φυ‐σι‐ο‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίανευροφυσιολογία θηλυκό
- (ιατρική) κλάδος της φυσιολογίας που μελετά το νευρικό σύστημα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νευροφυσιολογία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ νευροφυσιολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας