νευρογλοιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νευρογλοιακός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική névroglique[1] < névroglie < αρχαία ελληνική νεῦρον + ελληνιστική κοινή γλία / αρχαία ελληνική γλοιός
Επίθετο
επεξεργασίανευρογλοιακός
- (ιατρική, βιολογία) που έχει σχέση με τη νευρογλοία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη νευρογλοία
Μεταφράσεις
επεξεργασία νευρογλοιακός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ νευρογλοιακός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)