νευρειληματικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νευρειληματικός < νευρείλημα + -ικός ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική neurilemmatic < αρχαία ελληνική νεῦρον + εἴλημμα
Επίθετο
επεξεργασίανευρειληματικός
- που έχει σχέση με νευρείλημμα / νευρείλημα ή αναφέρεται σ’ αυτό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νευρειληματικός