↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νευρειλημματικός η νευρειλημματική το νευρειλημματικό
      γενική του νευρειλημματικού της νευρειλημματικής του νευρειλημματικού
    αιτιατική τον νευρειλημματικό τη νευρειλημματική το νευρειλημματικό
     κλητική νευρειλημματικέ νευρειλημματική νευρειλημματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νευρειλημματικοί οι νευρειλημματικές τα νευρειλημματικά
      γενική των νευρειλημματικών των νευρειλημματικών των νευρειλημματικών
    αιτιατική τους νευρειλημματικούς τις νευρειλημματικές τα νευρειλημματικά
     κλητική νευρειλημματικοί νευρειλημματικές νευρειλημματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νευρειλημματικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική neurilemmatic < αρχαία ελληνική νεῦρον + εἴλημμα

  Επίθετο

επεξεργασία

νευρειλημματικός

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία