νεοφιλελεύθερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νεοφιλελεύθερος < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική néolibéral < néo- (νεο-) + libéral (φιλελεύθερος)
Επίθετο
επεξεργασίανεοφιλελεύθερος, -η, -ο
- που συμφωνεί με τις απόψεις του νεοφιλελευθερισμού
- που κατηγορείται ότι συμφωνεί με τις απόψεις του νεοφιλελευθερισμού
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νεοφιλελεύθερος
Ουσιαστικό
επεξεργασίανεοφιλελεύθερος αρσενικό και νεοφιλελεύθερη θηλυκό
- ο υπέρμαχος του νεοφιλελευθερισμού
- Σημειώσεις: ο νεοφιλελεύθερος σχεδόν πάντοτε (εκτός όταν συνειδητά θέλει να προκαλέσει) αυτοαποκαλείται φιλελεύθερος και μόνο συγκριτικά με άλλες πολιτικές τάσεις κρίνεται ως νεοφιλελεύθερος
- Σημειώσεις: ο νεοφιλελεύθερος σχεδόν πάντοτε (εκτός όταν συνειδητά θέλει να προκαλέσει) αυτοαποκαλείται φιλελεύθερος και μόνο συγκριτικά με άλλες πολιτικές τάσεις κρίνεται ως νεοφιλελεύθερος
- η λέξη νεοφιλελεύθερος θεωρείται προσβλητική και μειωτική (υπάρχουν προκλητικοί πολιτικοί που δήλωσαν νεοφιλελεύθεροι ίσως σκωπτικά προς τους επικριτές τους, όμως δεν υφίσταται κίνημα ρητού νεοφιλελευθερισμού στην κοινωνία)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νεοφιλελεύθερος