Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεοφιλελεύθερος η νεοφιλελεύθερη το νεοφιλελεύθερο
      γενική του νεοφιλελεύθερου της νεοφιλελεύθερης του νεοφιλελεύθερου
    αιτιατική τον νεοφιλελεύθερο τη νεοφιλελεύθερη το νεοφιλελεύθερο
     κλητική νεοφιλελεύθερε νεοφιλελεύθερη νεοφιλελεύθερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεοφιλελεύθεροι οι νεοφιλελεύθερες τα νεοφιλελεύθερα
      γενική των νεοφιλελεύθερων των νεοφιλελεύθερων των νεοφιλελεύθερων
    αιτιατική τους νεοφιλελεύθερους τις νεοφιλελεύθερες τα νεοφιλελεύθερα
     κλητική νεοφιλελεύθεροι νεοφιλελεύθερες νεοφιλελεύθερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεοφιλελεύθερος < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική néolibéral < néo- (νεο-) + libéral (φιλελεύθερος)

  Επίθετο επεξεργασία

νεοφιλελεύθερος, -η, -ο

  1. που συμφωνεί με τις απόψεις του νεοφιλελευθερισμού
  2. που κατηγορείται ότι συμφωνεί με τις απόψεις του νεοφιλελευθερισμού

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεοφιλελεύθερος αρσενικό και νεοφιλελεύθερη θηλυκό

  • ο υπέρμαχος του νεοφιλελευθερισμού
    Σημειώσεις: ο νεοφιλελεύθερος σχεδόν πάντοτε (εκτός όταν συνειδητά θέλει να προκαλέσει) αυτοαποκαλείται φιλελεύθερος και μόνο συγκριτικά με άλλες πολιτικές τάσεις κρίνεται ως νεοφιλελεύθερος
η λέξη νεοφιλελεύθερος θεωρείται προσβλητική και μειωτική (υπάρχουν προκλητικοί πολιτικοί που δήλωσαν νεοφιλελεύθεροι ίσως σκωπτικά προς τους επικριτές τους, όμως δεν υφίσταται κίνημα ρητού νεοφιλελευθερισμού στην κοινωνία)

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία