νεομνημονιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νεομνημονιακός < νεο- + μνημονιακός
Επίθετο
επεξεργασίανεομνημονιακός
- (νεολογισμός) που έχει σχέση με κάποιο νέο μνημόνιο ή αναφέρεται σ’ αυτό
Μεταφράσεις
επεξεργασία νεομνημονιακός
|