Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ναυτολογημένος η ναυτολογημένη το ναυτολογημένο
      γενική του ναυτολογημένου της ναυτολογημένης του ναυτολογημένου
    αιτιατική τον ναυτολογημένο τη ναυτολογημένη το ναυτολογημένο
     κλητική ναυτολογημένε ναυτολογημένη ναυτολογημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ναυτολογημένοι οι ναυτολογημένες τα ναυτολογημένα
      γενική των ναυτολογημένων των ναυτολογημένων των ναυτολογημένων
    αιτιατική τους ναυτολογημένους τις ναυτολογημένες τα ναυτολογημένα
     κλητική ναυτολογημένοι ναυτολογημένες ναυτολογημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

ναυτολογημένος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία