Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ναυτεργασία οι ναυτεργασίες
      γενική της ναυτεργασίας των ναυτεργασιών
    αιτιατική τη ναυτεργασία τις ναυτεργασίες
     κλητική ναυτεργασία ναυτεργασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ναυτεργασία < ναύτης + εργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ναυτεργασία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία