ναυτεργατικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ναυτεργατικός < ναυτεργάτης + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαναυτεργατικός, -ή, -ό
- σχετικός με τους ναυτεργάτες
- ναυτεργατικό σωματείο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ναυτεργατικός
|
ναυτεργατικός, -ή, -ό
|