Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ναρκοθετημένος η ναρκοθετημένη το ναρκοθετημένο
      γενική του ναρκοθετημένου της ναρκοθετημένης του ναρκοθετημένου
    αιτιατική τον ναρκοθετημένο τη ναρκοθετημένη το ναρκοθετημένο
     κλητική ναρκοθετημένε ναρκοθετημένη ναρκοθετημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ναρκοθετημένοι οι ναρκοθετημένες τα ναρκοθετημένα
      γενική των ναρκοθετημένων των ναρκοθετημένων των ναρκοθετημένων
    αιτιατική τους ναρκοθετημένους τις ναρκοθετημένες τα ναρκοθετημένα
     κλητική ναρκοθετημένοι ναρκοθετημένες ναρκοθετημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ναρκοθετημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ναρκοθετώ

  Μετοχή επεξεργασία

ναρκοθετημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία