Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ναρκοθετημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ναρκοθετημέν
ος
η
ναρκοθετημέν
η
το
ναρκοθετημέν
ο
γενική
του
ναρκοθετημέν
ου
της
ναρκοθετημέν
ης
του
ναρκοθετημέν
ου
αιτιατική
τον
ναρκοθετημέν
ο
τη
ναρκοθετημέν
η
το
ναρκοθετημέν
ο
κλητική
ναρκοθετημέν
ε
ναρκοθετημέν
η
ναρκοθετημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ναρκοθετημέν
οι
οι
ναρκοθετημέν
ες
τα
ναρκοθετημέν
α
γενική
των
ναρκοθετημέν
ων
των
ναρκοθετημέν
ων
των
ναρκοθετημέν
ων
αιτιατική
τους
ναρκοθετημέν
ους
τις
ναρκοθετημέν
ες
τα
ναρκοθετημέν
α
κλητική
ναρκοθετημέν
οι
ναρκοθετημέν
ες
ναρκοθετημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ναρκοθετημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ναρκοθετώ
Μετοχή
επεξεργασία
ναρκοθετημένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
ναρκοθετώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ναρκοθετημένος
γαλλικά
:
miné
(fr)