νάκαρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νάκαρα | οι | νάκαρες |
γενική | της | νάκαρας | των | νακαρών |
αιτιατική | τη | νάκαρα | τις | νάκαρες |
κλητική | νάκαρα | νάκαρες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νάκαρα < μεσαιωνική ελληνική < ανάκαρα < ανακαρώνω + -α (αναδρομικός σχηματισμός) < ανα- + καρώνω < αρχαία ελληνική καρόω < κάρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱrhesn
Ουσιαστικό
επεξεργασίανάκαρα θηλυκό
- άλλη μορφή του ανάκαρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία νάκαρα
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίανάκαρα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του νάκαρο