Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανάκαρα οι ανάκαρες
      γενική της ανάκαρας των ανακαρών
    αιτιατική την ανάκαρα τις ανάκαρες
     κλητική ανάκαρα ανάκαρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανάκαρα < ανακαρώνω + (αναδρομικός σχηματισμός) < ανα- + καρώνω < αρχαία ελληνική καρόω < κάρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱrhesn

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανάκαρα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

ανάκαρα