ανάκαρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανάκαρα | οι | ανάκαρες |
γενική | της | ανάκαρας | των | ανακαρών |
αιτιατική | την | ανάκαρα | τις | ανάκαρες |
κλητική | ανάκαρα | ανάκαρες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανάκαρα < ανακαρώνω + -α (αναδρομικός σχηματισμός) < ανα- + καρώνω < αρχαία ελληνική καρόω < κάρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱrhesn
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανάκαρα θηλυκό
- δύναμη, σωματική και ψυχική αντοχή, κουράγιο
- Αληθινά, στο δεξί φρύδι του δρόμου ήταν ένα παλιάλογο και κοντά ένας ξερακιανός χωριάτης κρατούσε το χαλινάρι του. Μα το ζώο είχε τέτοιο χάλι, που μολογούσε ότι κι ελεύθερο αν μείνει, ανάκαρα δεν έχει να κινηθεί. (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Η Σμυρνιά)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανάκαρα
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαανάκαρα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανάκαρο