Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρώνω < αρχαία ελληνική καρόω / καρῶ < κάρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱrhesn

  Ρήμα επεξεργασία

καρώνω

  1. (λαϊκότροπο) (μεταβατικό) κάνω κάποιον να πέσει σε λήθαργο
  2. (λαϊκότροπο) (αμετάβατο) πέφτω σε λήθαργο

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία