ανακαρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανακαρώνω < ανα- + καρώνω < αρχαία ελληνική καρόω < κάρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱrhesn
Ρήμα
επεξεργασίαανακαρώνω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανακαρώνω | ανακάρωνα | θα ανακαρώνω | να ανακαρώνω | ανακαρώνοντας | |
β' ενικ. | ανακαρώνεις | ανακάρωνες | θα ανακαρώνεις | να ανακαρώνεις | ανακάρωνε | |
γ' ενικ. | ανακαρώνει | ανακάρωνε | θα ανακαρώνει | να ανακαρώνει | ||
α' πληθ. | ανακαρώνουμε | ανακαρώναμε | θα ανακαρώνουμε | να ανακαρώνουμε | ||
β' πληθ. | ανακαρώνετε | ανακαρώνατε | θα ανακαρώνετε | να ανακαρώνετε | ανακαρώνετε | |
γ' πληθ. | ανακαρώνουν(ε) | ανακάρωναν ανακαρώναν(ε) |
θα ανακαρώνουν(ε) | να ανακαρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανακάρωσα | θα ανακαρώσω | να ανακαρώσω | ανακαρώσει | ||
β' ενικ. | ανακάρωσες | θα ανακαρώσεις | να ανακαρώσεις | ανακάρωσε | ||
γ' ενικ. | ανακάρωσε | θα ανακαρώσει | να ανακαρώσει | |||
α' πληθ. | ανακαρώσαμε | θα ανακαρώσουμε | να ανακαρώσουμε | |||
β' πληθ. | ανακαρώσατε | θα ανακαρώσετε | να ανακαρώσετε | ανακαρώστε | ||
γ' πληθ. | ανακάρωσαν ανακαρώσαν(ε) |
θα ανακαρώσουν(ε) | να ανακαρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανακαρώσει | είχα ανακαρώσει | θα έχω ανακαρώσει | να έχω ανακαρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανακαρώσει | είχες ανακαρώσει | θα έχεις ανακαρώσει | να έχεις ανακαρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ανακαρώσει | είχε ανακαρώσει | θα έχει ανακαρώσει | να έχει ανακαρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανακαρώσει | είχαμε ανακαρώσει | θα έχουμε ανακαρώσει | να έχουμε ανακαρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανακαρώσει | είχατε ανακαρώσει | θα έχετε ανακαρώσει | να έχετε ανακαρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανακαρώσει | είχαν ανακαρώσει | θα έχουν ανακαρώσει | να έχουν ανακαρώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανακαρώνω
|