νάκαρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νάκαρο | τα | νάκαρα |
γενική | του | νακάρου & νάκαρου |
των | νακάρων |
αιτιατική | το | νάκαρο | τα | νάκαρα |
κλητική | νάκαρο | νάκαρα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νάκαρο < αποβολή του πρώτου «α» από τη λέξη ανάκαρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίανάκαρο ουδέτερο
- άλλη μορφή του ανάκαρο