Δείτε επίσης: μορτιτικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μόρτικος η μόρτικη το μόρτικο
      γενική του μόρτικου της μόρτικης του μόρτικου
    αιτιατική τον μόρτικο τη μόρτικη το μόρτικο
     κλητική μόρτικε μόρτικη μόρτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μόρτικοι οι μόρτικες τα μόρτικα
      γενική των μόρτικων των μόρτικων των μόρτικων
    αιτιατική τους μόρτικους τις μόρτικες τα μόρτικα
     κλητική μόρτικοι μόρτικες μόρτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μόρτικος < μόρτ(ης) + -ικος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈmoɾ.ti.kos/ (αρσενικό)
ΔΦΑ : /ˈmoɾ.ti.ci/ (θηλυκό)
ΔΦΑ : /ˈmoɾ.ti.ko/ (ουδέτερο)

  Επίθετο

επεξεργασία

μόρτικος

  • αυτό που ανήκει ή χαρακτηρίζει τον μόρτη

Συνώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία