Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μόρτικα < μόρτικ(ος) +

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmoɾ.ti.ka/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μόρτικα ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

μόρτικα ουδέτερο

  1. με μόρτικο τρόπο
  2. χρησιμοποιώντας την αργκό, τη μάγκικη γλώσσα

Συνώνυμα επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

μόρτικα