Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μυοδερματικός η μυοδερματική το μυοδερματικό
      γενική του μυοδερματικού της μυοδερματικής του μυοδερματικού
    αιτιατική τον μυοδερματικό τη μυοδερματική το μυοδερματικό
     κλητική μυοδερματικέ μυοδερματική μυοδερματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μυοδερματικοί οι μυοδερματικές τα μυοδερματικά
      γενική των μυοδερματικών των μυοδερματικών των μυοδερματικών
    αιτιατική τους μυοδερματικούς τις μυοδερματικές τα μυοδερματικά
     κλητική μυοδερματικοί μυοδερματικές μυοδερματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυοδερματικός < μυς + -ο- + δερματικός

  Επίθετο επεξεργασία

μυοδερματικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία