Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπούσι τα μπούσια
      γενική
    αιτιατική το μπούσι τα μπούσια
     κλητική μπούσι μπούσια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

μπούσι < πούσι {• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπούσι ουδέτερο

  • άλλη γραφή του πούσι:[1] αχλή, καταχνιά, ομίχλη
    ※  έχει σηκωθή, κι ενα πρωτοφανές μπούσι απλώνεται στις θέσεις μας. Κατεβαίνει από τις εχθρικές προφυλακές, προς την κοιλάδα μας, σαν να ήτανε αέρια τεχνητά. Πίσω απ' αυτό, δεν βλέπεις τίποτα. Παράξενος καιρός. (Οπλίτες στο Αλβανικό Μέτωπο: ημερολογιακές σημειώσεις, 1940-41, Δημήτρης Λουκάτος, Εκδ. Ποταμός, 2001 σελ. 249)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

μπούσι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μποῦσι [2]

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

μπούσι

  • (ιδιωματικό) μπούν, μπούνε γ' πρόσωπο πληθυντικού του ενεργητικού εξαρτημένου τύπου του ρήματος μπαίνω
    ※  Εκεί που σηκωθήκασι στον Γαλατάν νά μπούσι, γύρου τριγύρου η φωτιαίς στράπτουν σπινθοβολούσι. (Αντωνούσα Ι. Καμπουροπούλου, 1840 Ποιήματα τραγικά εμπεριέχοντα διαφόρους πολέμους της Κρήτης επί της ελληνικής επανάστασης, εν Ερμουπόλει, εκ της τυπογραφίας Γεωργίου Πολυμέρη, σελ. 36 @books.google)

  Ετυμολογία 3 επεξεργασία

μπούσι < αγγλικά bus +

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπούσι ουδέτερο

  • (ελληνοαμερικανικά) το λεωφορείο
    Το μπούσι 85 κατεβαίνει τα Παρκαβενέικα.
    ※  τον Καβάφη γνώρισα εδώ και ένα μήνα κατά ένα πολύ απροσδόκητο (είναι η κυριολεξία) τρόπο, ένα μεσημέρι κατά τη 1 1/2 μέσα στο μπούσι που μ' έφερνε στο Μαρούσι (Βασίλης Γεωργιάδης, Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, Ταξίδι στο πάθος, Εκδ. Προσκήνιο, 2000, σελ. 224 απόσπασμα@books.google)

  Αναφορές επεξεργασία

  1. μπούσι - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
  2. μπαίνω Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].