↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αχλή οι αχλές
      γενική της αχλής των αχλών
    αιτιατική την αχλή τις αχλές
     κλητική αχλή αχλές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αχλή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀχλ(ύς) + (μεταπλασμός κατά τα θηλυκά ουσιαστικά σε -ή) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈxli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐χλή
ομόηχο: αχλύ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αχλή θηλυκό

  1. (λόγιο, κυριολεκτικά) θολούρα της ατμόσφαιρας που προέρχεται από ατμοσφαιρική υγρασία, σκόνη και (κατ’ επέκταση) ομίχλη, καταχνιά
     συνώνυμα: καταχνιά, πούσι, ομίχλη, άχνα, άχνη
  2. (λόγιο, μεταφορικά) θαμπάδα, αχνάδα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία