Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μπουμπουκιασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Συγγενικά
1.1.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μπουμπουκιασμέν
ος
η
μπουμπουκιασμέν
η
το
μπουμπουκιασμέν
ο
γενική
του
μπουμπουκιασμέν
ου
της
μπουμπουκιασμέν
ης
του
μπουμπουκιασμέν
ου
αιτιατική
τον
μπουμπουκιασμέν
ο
την
μπουμπουκιασμέν
η
το
μπουμπουκιασμέν
ο
κλητική
μπουμπουκιασμέν
ε
μπουμπουκιασμέν
η
μπουμπουκιασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μπουμπουκιασμέν
οι
οι
μπουμπουκιασμέν
ες
τα
μπουμπουκιασμέν
α
γενική
των
μπουμπουκιασμέν
ων
των
μπουμπουκιασμέν
ων
των
μπουμπουκιασμέν
ων
αιτιατική
τους
μπουμπουκιασμέν
ους
τις
μπουμπουκιασμέν
ες
τα
μπουμπουκιασμέν
α
κλητική
μπουμπουκιασμέν
οι
μπουμπουκιασμέν
ες
μπουμπουκιασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
μπουμπουκιασμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
μπουμπουκιάζω
Αντώνυμα
επεξεργασία
αμπουμπούκιαστος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
μπουμπούκι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπουμπουκιασμένος