μποτσουανός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μποτσουανός < μποτσουανός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /bo.t͡su.aˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπο‐τσου‐α‐νός
Επίθετο
επεξεργασίαμποτσουανός, -ή, -ό
- ο σχετικός με τη Μποτσουάνα ή τους Μποτσουανούς
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Μποτσουάνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία μποτσουανός
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Μποτσουάνα
- μποτσουανός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)