Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπεχλιβάνης οι μπεχλιβάνηδες
      γενική του μπεχλιβάνη των μπεχλιβάνηδων
    αιτιατική τον μπεχλιβάνη τους μπεχλιβάνηδες
     κλητική μπεχλιβάνη μπεχλιβάνηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπεχλιβάνης < (άμεσο δάνειο) τουρκική pehlivan < περσική پهلوان (pahlavān, αθλητής, πρωταθλητής, ήρωας, παλαιστής)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπεχλιβάνης αρσενικό

  1. (παρωχημένο, επάγγελμα) ο (περιοδεύων) παλαιστής που δίνει παραστάσεις επιδεικνύοντας τις εξαιρετικές σωματικές του ικανότητες
    στα χωριά συνήθως έδινε παράσταση ως μασίστας και όχι ως παλαιστής
  2. ο περιοδεύων αρσιβαρίστας που σηκώνει διάφορα βαριά αντικείμενα (όχι αποκλειστικά ειδικά βάρη εκγύμνασης)
  3. συνήθης χρήση: μασίστας
  4. δυνατός ή γενναίος άνθρωπος
  5. άσκοπα ριψοκίνδυνος, ο επιδιδόμενος σε πεχλιβανισμούς

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

Ο μπεχλιβάνης εμπλουτίζει μια παράσταση και με άλλες επικίνδυνες επιδείξεις όπως θραύση αντικειμένων με ή στο σώμα του και συχνή χρήση σπαθιών ή στιλέτων.

  Μεταφράσεις επεξεργασία