μπεχλιβάνης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπεχλιβάνης < (άμεσο δάνειο) τουρκική pehlivan < περσική پهلوان (pahlavān, αθλητής, πρωταθλητής, ήρωας, παλαιστής)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπεχλιβάνης αρσενικό
- (παρωχημένο, επάγγελμα) ο (περιοδεύων) παλαιστής που δίνει παραστάσεις επιδεικνύοντας τις εξαιρετικές σωματικές του ικανότητες
- στα χωριά συνήθως έδινε παράσταση ως μασίστας και όχι ως παλαιστής
- ο περιοδεύων αρσιβαρίστας που σηκώνει διάφορα βαριά αντικείμενα (όχι αποκλειστικά ειδικά βάρη εκγύμνασης)
- συνήθης χρήση: μασίστας
- δυνατός ή γενναίος άνθρωπος
- άσκοπα ριψοκίνδυνος, ο επιδιδόμενος σε πεχλιβανισμούς
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Σημειώσεις επεξεργασία
Ο μπεχλιβάνης εμπλουτίζει μια παράσταση και με άλλες επικίνδυνες επιδείξεις όπως θραύση αντικειμένων με ή στο σώμα του και συχνή χρήση σπαθιών ή στιλέτων.