μπατακτσής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπατακτσής < (άμεσο δάνειο) τουρκική batakçı + -ς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπατακτσής αρσενικό (θηλυκό: μπατακτσού & μπαταχτσού & μπαταξού)
- αυτός που συστηματικά δεν πληρώνει τα χρέη του
- Υπάρχει, γενικώς, μια «ανοχή» σε ό,τι αφορά τους καθ’ οιονδήποτε τρόπο μη συνεπείς φορολογουμένους: για τους «μπατακτσήδες», αυτούς δηλαδή που δεν φοροκλέπτουν αλλά... καθυστερούν με χίλιους δυο τρόπους την καταβολή των όσων οφείλουν, υπάρχει το απαράδεκτο (και κάθε τόσο επαναλαμβανόμενο – πάντα με τη «διευκρίνιση» ότι γίνεται «για τελευταία φορά!») καθεστώς των... «ρυθμίσεων», με προκλητικά ευνοϊκούς όρους, που το μόνο «θετικό» τους αποτέλεσμα (γιατί η πείρα έχει δείξει ότι δεν λειτουργεί ως κίνητρο για την καταβολή των οφειλομένων!) είναι να δημιουργεί στους συνεπείς φορολογουμένους την αίσθηση, που μετατρέπεται σε... πεποίθηση, ότι... απλώς είναι ηλίθιοι και πιάνονται κορόιδα. (Εφημερίδα Καθημερινή, 22/2/2008)
- (κατ’ επέκταση) απατεώνας