↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φεσατζής οι φεσατζήδες
      γενική του φεσατζή των φεσατζήδων
    αιτιατική τον φεσατζή τους φεσατζήδες
     κλητική φεσατζή φεσατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φεσατζής < φέσ(ι)α + -τζής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
φεσατζής αρσενικό, φεσατζού θηλυκό
  • αυτός που δημιουργεί ανεξόφλητα χρέη, κοινώς φέσια

  Μεταφράσεις

επεξεργασία