Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μουλάς οι μουλάδες
      γενική του μουλά των μουλάδων
    αιτιατική τον μουλά τους μουλάδες
     κλητική μουλά μουλάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
μουλάς μέσα σε τέμενος

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουλάς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μουλάς < τουρκική molla < περσική ملا < αραβική مولى (mawlā: ιερωμένος, φύλακας)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /muˈlas/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μουλάς αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία