↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μοσχοσάπουνο τα μοσχοσάπουνα
      γενική του μοσχοσάπουνου των μοσχοσάπουνων
    αιτιατική το μοσχοσάπουνο τα μοσχοσάπουνα
     κλητική μοσχοσάπουνο μοσχοσάπουνα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μοσχοσάπουνο < μόσχος + -ο- + σαπούνι + -ο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mo.sxoˈsa.pu.no/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μοσχοσάπουνο ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία