Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μοσκοσάπουνο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μοσκοσάπουν
ο
τα
μοσκοσάπουν
α
γενική
του
μοσκοσάπουν
ου
των
μοσκοσάπουν
ων
αιτιατική
το
μοσκοσάπουν
ο
τα
μοσκοσάπουν
α
κλητική
μοσκοσάπουν
ο
μοσκοσάπουν
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μοσκοσάπουνο
ουδέτερο
(
λαϊκότροπο
) →
δείτε
τη λέξη
μοσχοσάπουνο