Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονοφυής η μονοφυής το μονοφυές
      γενική του μονοφυούς* της μονοφυούς του μονοφυούς
    αιτιατική τον μονοφυή τη μονοφυή το μονοφυές
     κλητική μονοφυή(ς) μονοφυής μονοφυές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονοφυείς οι μονοφυείς τα μονοφυή
      γενική των μονοφυών των μονοφυών των μονοφυών
    αιτιατική τους μονοφυείς τις μονοφυείς τα μονοφυή
     κλητική μονοφυείς μονοφυείς μονοφυή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονοφυής < αρχαία ελληνική μονοφυής < μόνος + φύω

  Επίθετο επεξεργασία

μονοφυής

  1. (αρχαιοπρεπές) που έχει μία φύση
  2. (βοτανική) που έχει ένα άνθος στην κορυφή ενός άκλαδου βλαστού

  Μεταφράσεις επεξεργασία