Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μονοτροχιόδρομος οι μονοτροχιόδρομοι
      γενική του μονοτροχιόδρομου των μονοτροχιόδρομων
    αιτιατική τον μονοτροχιόδρομο τους μονοτροχιόδρομους
     κλητική μονοτροχιόδρομε μονοτροχιόδρομοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονοτροχιόδρομος < (λόγιο) (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική monorail. Αναλύεται μορφολογικά σε: μονο- + τροχιόδρομος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μονοτροχιόδρομος αρσενικό

 
Επιβατικός μονοτροχιόδρομος στη Βιέννη (1974)
 
Επιβατικός μονοτροχιόδρομος στην Κίνα (2008)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Εγκυκλοπαίδεια Δομή, Αθήνα 1974, τόμ. 10, σ. 401, λήμμα «μονοτροχιόδρομος».