μονοτροχιόδρομος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μονοτροχιόδρομος < (λόγιο) (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική monorail. Αναλύεται μορφολογικά σε: μονο- + τροχιόδρομος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμονοτροχιόδρομος αρσενικό
- (επίσημο, σπάνιο) σύστημα μεταφοράς εμπορευμάτων και υλικών ή σιδηροδρομικής συγκοινωνίας (για επιβάτες) με οχήματα ή βαγόνια που κινούνται σε μια μόνο σιδηροτροχιά,[1] η οποία βρίσκεται είτε επάνω είτε κάτω από αυτά
Μεταφράσεις
επεξεργασία μονοτροχιόδρομος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Εγκυκλοπαίδεια Δομή, Αθήνα 1974, τόμ. 10, σ. 401, λήμμα «μονοτροχιόδρομος».