μογγολικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαμογγολικός, -ή, -ό
- σχετικός με τη Μογγολία ή τους Μογγόλους
- σχετικός με το μογγολισμό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σχετικός με τη Μογγολία
μογγολικός, -ή, -ό