Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μιλιόρι τα μιλιόρια
      γενική του μιλιοριού των μιλιοριών
    αιτιατική το μιλιόρι τα μιλιόρια
     κλητική μιλιόρι μιλιόρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μιλιόρι < αρωμουνική miljor + < njior, υποκοριστικό του njel < λατινική agnellus < agnus +‎ -ellus < πρωτοϊταλική *agʷnos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂egʷnós

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /miˈʎo.ri/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μι‐λιό‐ρι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μιλιόρι ουδέτερο (θηλυκό μιλιόρα)

  Μεταφράσεις επεξεργασία