Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μηχανοφόρος η μηχανοφόρα το μηχανοφόρο
      γενική του μηχανοφόρου της μηχανοφόρας του μηχανοφόρου
    αιτιατική τον μηχανοφόρο τη μηχανοφόρα το μηχανοφόρο
     κλητική μηχανοφόρε μηχανοφόρα μηχανοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μηχανοφόροι οι μηχανοφόρες τα μηχανοφόρα
      γενική των μηχανοφόρων των μηχανοφόρων των μηχανοφόρων
    αιτιατική τους μηχανοφόρους τις μηχανοφόρες τα μηχανοφόρα
     κλητική μηχανοφόροι μηχανοφόρες μηχανοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μηχανοφόρος < μηχαν(ή) + -ο- + -φόρος (< φέρω)

  Επίθετο επεξεργασία

μηχανοφόρος, -ος ή -α, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία