μηχανορραφημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μηχανορραφημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μηχανορραφώ
Μετοχή
επεξεργασίαμηχανορραφημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μηχανορραφώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία μηχανορραφημένος
|
μηχανορραφημένος, -η, -ο
|