μηναίο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μηναίο | τα | μηναία |
γενική | του | μηναίου | των | μηναίων |
αιτιατική | το | μηναίο | τα | μηναία |
κλητική | μηναίο | μηναία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μηναίο < μεσαιωνική ελληνική μηναῖον < αρχαία ελληνική μήν
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμηναίο ουδέτερο
- (εκκλησιαστικός όρος) εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τις ακολουθίες των ακινήτων εορτών ενός μήνα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μηναίο
|