• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μηναίο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : μηνιαίο, μηνιαῖον, μηναῖον

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μηναίο τα μηναία
      γενική του μηναίου των μηναίων
    αιτιατική το μηναίο τα μηναία
     κλητική μηναίο μηναία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μηναίο < μεσαιωνική ελληνική μηναῖον < αρχαία ελληνική μήν

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μηναίο ουδέτερο

  • (εκκλησιαστικός όρος) εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τις ακολουθίες των ακινήτων εορτών ενός μήνα

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • μηνολόγιο

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    μηναίο
  • μεσαιωνικά ελληνικά : μηνολόγιον
  • αγγλικά : Menologium (en)
  • ρωσικά : месяцеслов (ru) (mesjaceslov)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μηναίο&oldid=5577780"
Τελευταία επεξεργασία στις 5 Αυγούστου 2022, στις 17:20

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 5 Αυγούστου 2022, στις 17:20.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας