Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μηνολόγιο τα μηνολόγια
      γενική του μηνολογίου
μηνολόγιου
των μηνολογίων
    αιτιατική το μηνολόγιο τα μηνολόγια
     κλητική μηνολόγιο μηνολόγια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μηνολόγιο < μεσαιωνική ελληνική μηνολόγιον < αρχαία ελληνική μηνο(ς) + + -ο- + -λόγιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
μηνολόγιο του Βασιλείου Β΄

μηνολόγιο ουδέτερο

  1. (θρησκεία) το μηναίο, εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τις ακολουθίες των ακινήτων εορτών ενός μήνα
  2. (θρησκεία) εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει βίους εορταζόμενων αγίων (χωρίς λειτουργικά στοιχεία), με ημερολογιακή σειρά
  3. (θρησκεία) πίνακας συνήθως στην αρχή εκκλησιαστικών βιβλίων όπως το Ευαγγέλιο, κατά μήνα και ημερομηνία, με τους εορτάζοντες αγίους και αναφορά στο σχετικό κείμενο του βιβλίου

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία