μηναῖον
Ετυμολογία
επεξεργασία- μηναῖον < ελληνιστική κοινή μηναῖος, σε ουδέτερο γένος < αρχαία ελληνική μήν
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμηναῖον ουδέτερο
Πηγές
επεξεργασία- μηναῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.