Δείτε επίσης: μηναίο, μηνιαίο, μηνιαῖον

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μηναῖον < ελληνιστική κοινή μηναῖος, σε ουδέτερο γένος < αρχαία ελληνική μήν

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μηναῖον ουδέτερο

  1. (θρησκεία) μηναίο
  2. (οικονομία) μηνιάτικο ή μισθοδοσία