μηλικογαλακτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μηλικογαλακτικός < μηλικός + -ο- + γαλακτικός
Επίθετο
επεξεργασίαμηλικογαλακτικός
- η μετατροπή του L-μηλικού οξέως σε L-γαλακτικό οξύ κατά τη διαδικασία της οινοποίησης
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μηλικογαλακτικός
|