μηλικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μηλικός | η | μηλική | το | μηλικό |
γενική | του | μηλικού | της | μηλικής | του | μηλικού |
αιτιατική | τον | μηλικό | τη | μηλική | το | μηλικό |
κλητική | μηλικέ | μηλική | μηλικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μηλικοί | οι | μηλικές | τα | μηλικά |
γενική | των | μηλικών | των | μηλικών | των | μηλικών |
αιτιατική | τους | μηλικούς | τις | μηλικές | τα | μηλικά |
κλητική | μηλικοί | μηλικές | μηλικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μηλικός < μήλο
Επίθετο
επεξεργασίαμηλικός, -ή, -ό
- που προέρχεται από μήλο
- μηλικό οξύ
Μεταφράσεις
επεξεργασία μηλικός
|