Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετοχέτευση οι μετοχετεύσεις
      γενική της μετοχέτευσης* των μετοχετεύσεων
    αιτιατική τη μετοχέτευση τις μετοχετεύσεις
     κλητική μετοχέτευση μετοχετεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μετοχετεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετοχέτευση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μετοχέτευσις. Συγχρονικά αναλύεται σε (μετ-) μετοχετεύ(ω} + -ση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.toˈçe.tef.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐το‐χέ‐τευ‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μετοχέτευση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία