μετοχετεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μετοχετεύω < ελληνιστική κοινή μετοχετεύω < μετ- + ὀχετεύω < ὀχετός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.to.çeˈte.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐το‐χε‐τεύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαμετοχετεύω, αόρ.: μετοχέτευσα, παθ.φωνή: μετοχετεύομαι, π.αόρ.: μετοχετεύθηκα, μτχ.π.π.: μετοχετευμένος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μετοχετεύω | μετοχέτευα | θα μετοχετεύω | να μετοχετεύω | μετοχετεύοντας | |
β' ενικ. | μετοχετεύεις | μετοχέτευες | θα μετοχετεύεις | να μετοχετεύεις | μετοχέτευε | |
γ' ενικ. | μετοχετεύει | μετοχέτευε | θα μετοχετεύει | να μετοχετεύει | ||
α' πληθ. | μετοχετεύουμε | μετοχετεύαμε | θα μετοχετεύουμε | να μετοχετεύουμε | ||
β' πληθ. | μετοχετεύετε | μετοχετεύατε | θα μετοχετεύετε | να μετοχετεύετε | μετοχετεύετε | |
γ' πληθ. | μετοχετεύουν(ε) | μετοχέτευαν μετοχετεύαν(ε) |
θα μετοχετεύουν(ε) | να μετοχετεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μετοχέτευσα | θα μετοχετεύσω | να μετοχετεύσω | μετοχετεύσει | ||
β' ενικ. | μετοχέτευσες | θα μετοχετεύσεις | να μετοχετεύσεις | μετοχέτευσε | ||
γ' ενικ. | μετοχέτευσε | θα μετοχετεύσει | να μετοχετεύσει | |||
α' πληθ. | μετοχετεύσαμε | θα μετοχετεύσουμε | να μετοχετεύσουμε | |||
β' πληθ. | μετοχετεύσατε | θα μετοχετεύσετε | να μετοχετεύσετε | μετοχετεύστε | ||
γ' πληθ. | μετοχέτευσαν μετοχετεύσαν(ε) |
θα μετοχετεύσουν(ε) | να μετοχετεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μετοχετεύσει | είχα μετοχετεύσει | θα έχω μετοχετεύσει | να έχω μετοχετεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις μετοχετεύσει | είχες μετοχετεύσει | θα έχεις μετοχετεύσει | να έχεις μετοχετεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει μετοχετεύσει | είχε μετοχετεύσει | θα έχει μετοχετεύσει | να έχει μετοχετεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μετοχετεύσει | είχαμε μετοχετεύσει | θα έχουμε μετοχετεύσει | να έχουμε μετοχετεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε μετοχετεύσει | είχατε μετοχετεύσει | θα έχετε μετοχετεύσει | να έχετε μετοχετεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μετοχετεύσει | είχαν μετοχετεύσει | θα έχουν μετοχετεύσει | να έχουν μετοχετεύσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μετοχετεύομαι | μετοχετευόμουν(α) | θα μετοχετεύομαι | να μετοχετεύομαι | ||
β' ενικ. | μετοχετεύεσαι | μετοχετευόσουν(α) | θα μετοχετεύεσαι | να μετοχετεύεσαι | (μετοχετεύου) | |
γ' ενικ. | μετοχετεύεται | μετοχετευόταν(ε) | θα μετοχετεύεται | να μετοχετεύεται | ||
α' πληθ. | μετοχετευόμαστε | μετοχετευόμαστε μετοχετευόμασταν |
θα μετοχετευόμαστε | να μετοχετευόμαστε | ||
β' πληθ. | μετοχετεύεστε | μετοχετευόσαστε μετοχετευόσασταν |
θα μετοχετεύεστε | να μετοχετεύεστε | (μετοχετεύεστε) | |
γ' πληθ. | μετοχετεύονται | μετοχετεύονταν μετοχετευόντουσαν |
θα μετοχετεύονται | να μετοχετεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μετοχετεύτηκα | θα μετοχετευτώ | να μετοχετευτώ | μετοχετευτεί | ||
β' ενικ. | μετοχετεύτηκες | θα μετοχετευτείς | να μετοχετευτείς | μετοχετεύσου | ||
γ' ενικ. | μετοχετεύτηκε | θα μετοχετευτεί | να μετοχετευτεί | |||
α' πληθ. | μετοχετευτήκαμε | θα μετοχετευτούμε | να μετοχετευτούμε | |||
β' πληθ. | μετοχετευτήκατε | θα μετοχετευτείτε | να μετοχετευτείτε | μετοχετευτείτε | ||
γ' πληθ. | μετοχετεύτηκαν μετοχετευτήκαν(ε) |
θα μετοχετευτούν(ε) | να μετοχετευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μετοχετευτεί | είχα μετοχετευτεί | θα έχω μετοχετευτεί | να έχω μετοχετευτεί | μετοχετευμένος | |
β' ενικ. | έχεις μετοχετευτεί | είχες μετοχετευτεί | θα έχεις μετοχετευτεί | να έχεις μετοχετευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει μετοχετευτεί | είχε μετοχετευτεί | θα έχει μετοχετευτεί | να έχει μετοχετευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μετοχετευτεί | είχαμε μετοχετευτεί | θα έχουμε μετοχετευτεί | να έχουμε μετοχετευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε μετοχετευτεί | είχατε μετοχετευτεί | θα έχετε μετοχετευτεί | να έχετε μετοχετευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μετοχετευτεί | είχαν μετοχετευτεί | θα έχουν μετοχετευτεί | να έχουν μετοχετευτεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία μετοχετεύω
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μετοχετεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.