Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετοχετεύω < ελληνιστική κοινή μετοχετεύω < μετ- + ὀχετεύω < ὀχετός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.to.çeˈte.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐το‐χε‐τεύ‐ω

  Ρήμα επεξεργασία

μετοχετεύω, αόρ.: μετοχέτευσα, παθ.φωνή: μετοχετεύομαι, π.αόρ.: μετοχετεύθηκα, μτχ.π.π.: μετοχετευμένος

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετοχετεύω < μετ- + ὀχετεύω < ὀχετός

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία