ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μετοχέτευσῐς αἱ μετοχετεύσεις
      γενική τῆς μετοχετεύσεως τῶν μετοχετεύσεων
      δοτική τῇ μετοχετεύσει ταῖς μετοχετεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μετοχέτευσῐν τὰς μετοχετεύσεις
     κλητική ! μετοχέτευσῐ μετοχετεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μετοχετεύσει
γεν-δοτ τοῖν  μετοχετευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μετοχέτευσις < μετοχετεύ(ω) + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μετοχέτευσις θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία