μετοχέτευσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μετοχέτευσῐς | αἱ | μετοχετεύσεις | ||||
γενική | τῆς | μετοχετεύσεως | τῶν | μετοχετεύσεων | ||||
δοτική | τῇ | μετοχετεύσει | ταῖς | μετοχετεύσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | μετοχέτευσῐν | τὰς | μετοχετεύσεις | ||||
κλητική ὦ! | μετοχέτευσῐ | μετοχετεύσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μετοχετεύσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | μετοχετευσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μετοχέτευσις < μετοχετεύ(ω) + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμετοχέτευσις θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) μετοχέτευση
- ※ ἡ ἐς τὸ ἔντερον τῶν ὑγρῶν μετοχέτευσις (Ἀρεταῖος, Περὶ αἰτίων καὶ σημείων ὀξέων παθῶν, 2.5 περὶ Χολέρης
Συγγενικά
επεξεργασία- ἀποχέτευσις
- ἐξοχέτευσις
- ἐποχέτευσις
- παροχέτευσις
- → και δείτε τις λέξεις μετοχετεύω, ὀχετός και ὀχέω
Πηγές
επεξεργασία- μετοχέτευσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.