Δείτε επίσης: μεταφυτευτικός, μεταφυτευτής, μεταφυτευτέος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταφυτευτός η μεταφυτευτή το μεταφυτευτό
      γενική του μεταφυτευτού της μεταφυτευτής του μεταφυτευτού
    αιτιατική τον μεταφυτευτό τη μεταφυτευτή το μεταφυτευτό
     κλητική μεταφυτευτέ μεταφυτευτή μεταφυτευτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταφυτευτοί οι μεταφυτευτές τα μεταφυτευτά
      γενική των μεταφυτευτών των μεταφυτευτών των μεταφυτευτών
    αιτιατική τους μεταφυτευτούς τις μεταφυτευτές τα μεταφυτευτά
     κλητική μεταφυτευτοί μεταφυτευτές μεταφυτευτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεταφυτευτός < μεταφυτεύω + -τός

  Επίθετο

επεξεργασία

μεταφυτευτός

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • μεταφυτευτός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία