αμεταφύτευτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αμεταφύτευτος < α- + μεταφυτεύω + -τος
Επίθετο
επεξεργασία
αμεταφύτευτος, -η, -ο
- που δεν έχει μεταφυτευθεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- αμεταφύτευτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αμεταφύτευτος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αμεταφύτευτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αμεταφύτευτος