↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταφυτευμένος η μεταφυτευμένη το μεταφυτευμένο
      γενική του μεταφυτευμένου της μεταφυτευμένης του μεταφυτευμένου
    αιτιατική τον μεταφυτευμένο τη μεταφυτευμένη το μεταφυτευμένο
     κλητική μεταφυτευμένε μεταφυτευμένη μεταφυτευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταφυτευμένοι οι μεταφυτευμένες τα μεταφυτευμένα
      γενική των μεταφυτευμένων των μεταφυτευμένων των μεταφυτευμένων
    αιτιατική τους μεταφυτευμένους τις μεταφυτευμένες τα μεταφυτευμένα
     κλητική μεταφυτευμένοι μεταφυτευμένες μεταφυτευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεταφυτευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μεταφυτεύω

μεταφυτευμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία