Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If Wikipedia is useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μεταφυτευμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μεταφυτευμέν
ος
η
μεταφυτευμέν
η
το
μεταφυτευμέν
ο
γενική
του
μεταφυτευμέν
ου
της
μεταφυτευμέν
ης
του
μεταφυτευμέν
ου
αιτιατική
τον
μεταφυτευμέν
ο
τη
μεταφυτευμέν
η
το
μεταφυτευμέν
ο
κλητική
μεταφυτευμέν
ε
μεταφυτευμέν
η
μεταφυτευμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μεταφυτευμέν
οι
οι
μεταφυτευμέν
ες
τα
μεταφυτευμέν
α
γενική
των
μεταφυτευμέν
ων
των
μεταφυτευμέν
ων
των
μεταφυτευμέν
ων
αιτιατική
τους
μεταφυτευμέν
ους
τις
μεταφυτευμέν
ες
τα
μεταφυτευμέν
α
κλητική
μεταφυτευμέν
οι
μεταφυτευμέν
ες
μεταφυτευμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μεταφυτευμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
μεταφυτεύω
Μετοχή
επεξεργασία
μεταφυτευμένος
, -η, -ο
→
δείτε
τη
λέξη
μεταφυτεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μεταφυτευμένος