μεταφυτευτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταφυτευτής < μεταφυτεύω + -τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεταφυτευτής αρσενικό (θηλυκό: μεταφυτεύτρια / μεταφυτεύτρα)
- (σπάνιο) αυτός που μεταφυτεύει
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεταφυτευτής
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμεταφυτευτής
- γενική ενικού, θηλυκού γένους του μεταφυτευτός