Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μεταπτυχιούχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
/
η
μεταπτυχιούχ
ος
οι
μεταπτυχιούχ
οι
γενική
του
/
της
μεταπτυχιούχ
ου
των
μεταπτυχιούχ
ων
αιτιατική
τον
/
τη
μεταπτυχιούχ
ο
τους
/
τις
μεταπτυχιούχ
ους
κλητική
μεταπτυχιούχ
ε
μεταπτυχιούχ
οι
Κατηγορία
όπως «
ζωγράφος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μεταπτυχιούχος
<
μετα-
+
πτυχιούχος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μεταπτυχιούχος
αρσενικό ή θηλυκό
(
σπάνιο
) που βρίσκεται στο
χρονικό
διάστημα
(
αμέσως
)
μετά
από τη
λήψη
του
πτυχίου
του
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μεταπτυχιούχος