Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταλλογένεια οι μεταλλογένειες
      γενική της μεταλλογένειας των μεταλλογενειών
    αιτιατική τη μεταλλογένεια τις μεταλλογένειες
     κλητική μεταλλογένεια μεταλλογένειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταλλογένεια < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική metallogeny < αρχαία ελληνική μέταλλον + γένεσις (< γίγνομαι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεταλλογένεια θηλυκό

  1. (γεωλογία) κλάδος της γεωλογίας που ασχολείται με τη μελέτη του σχηματισμού κοιτασμάτων ορυκτών
  2. (γεωλογία) άλλη μορφή του μεταλλογένεση
    ※  Μάξιμος Μαραβελάκις, Οι εκρηξιγενείς σχηματισμοί και η μεταλλογένεια της νήσου Χίου

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία