μεταλλογένεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταλλογένεια < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική metallogeny < αρχαία ελληνική μέταλλον + γένεσις (< γίγνομαι)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεταλλογένεια θηλυκό
- (γεωλογία) κλάδος της γεωλογίας που ασχολείται με τη μελέτη του σχηματισμού κοιτασμάτων ορυκτών
- (γεωλογία) άλλη μορφή του μεταλλογένεση
- ※ Μάξιμος Μαραβελάκις, Οι εκρηξιγενείς σχηματισμοί και η μεταλλογένεια της νήσου Χίου
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταλλογένεια
εμταλλογένεση
|