↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταλαμπάδευση οι μεταλαμπαδεύσεις
      γενική της μεταλαμπάδευσης* των μεταλαμπαδεύσεων
    αιτιατική τη μεταλαμπάδευση τις μεταλαμπαδεύσεις
     κλητική μεταλαμπάδευση μεταλαμπαδεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταλαμπαδεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεταλαμπάδευση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα μεταλαμπάδευσις (κυρίως μεταφορικά) [1] < μεταλαμπαδεύ(ω) + -σις > -ση < ελληνιστική κοινή μεταλαμπαδεύω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /me.ta.lamˈba.ðef.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τα‐λα‐μπά‐δευ‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεταλαμπάδευση θηλυκό [2]

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  2. μεταλαμπάδευση — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)