μεταλαμπαδεύσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαμεταλαμπαδεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μεταλαμπαδεύω
- θα μεταλαμπαδεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μεταλαμπαδεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαμεταλαμπαδεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μεταλαμπάδευση